- ραμολιμέντο
- το1. γεροντική άνοια.2. ραμολής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραμολιμέντο — το, Ν 1. η γεροντική άνοια 2. αυτός που πάσχει από γεροντική άνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rammollimento (< λατ. mollis «μαλακός»)] … Dictionary of Greek
ραμολίρισμα — το, Ν [ραμολίρω] το ραμολιμέντο, η γεροντική άνοια … Dictionary of Greek